Marfin: 3 άνθρωποι νεκροί
Δεν έχουμε μάθει ποτέ να μιλάμε με όρους «λάθους», «άτυχης στιγμής», «παράπλευρης απώλειας».
Αυτή είναι η γλώσσα των κατά συρροήν δολοφόνων με τα κουστούμια που μας χαμογελούν ειρωνικά κάθε μέρα από τις καρέκλες των υπουργείων και τις οθόνες των τηλεοράσεων. Δεν έχουμε μάθει να μιλάμε με όρους «προβοκάτσιας», όχι γιατί τέτοιες δεν μπορούν να συμβούν ενίοτε, αλλά γιατί προτιμάμε να αντιλαμβανόμαστε το πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης με πραγματικούς όρους και όχι συνομωσιολογικούς.
Η αναρχία ως κοινωνική στάση ζωής και η αναρχική κοινωνία διέπεται από ελευθερία, σεβασμό, συλλογικότητα και συντροφικότητα. Ο κάθε άνθρωπος ως ξεχωριστό και αυτόνομο όν ζει και επιλέγει τον τρόπο ζωής του χωρίς εξουσιαστές και εντολοδόχους καταπιεστές και με απόλυτο σεβασμό προς τους άλλους. Ο αναρχισμός, ως πορεία προς την αναρχική κοινωνία, ως συμπεριφορά, ως μέσο, εργαλείο για την εξουδετέρωση της εξουσιαστικής , εκμεταλλεύτριας νυν κοινωνίας περιέχει μορφές βίας. Βίας με όρια. Βίας προς τους εχθρούς του ανθρώπου. Βίας για την απελευθέρωση όλων και ως άμυνα από τις βδέλλες του συστήματος. Μα όπως είπε ο Errico Malatesta «χωρίς άχρηστα θύματα»! Αν για κάτι αγωνίζονται οι αναρχικοί, αν για κάτι αξίζει να αγωνιστούν οι άνθρωποι είναι για την Ζωή, την Ελευθερία και την Αξιοπρέπεια. Για έναν κόσμο όπου ο θάνατος δεν θα έχει πια εξουσία…
Τετάρτη 5 Μαΐου, απόγευμα. Μία από τις μεγαλύτερες μεταπολιτευτικές διαδηλώσεις, 200.000 ανθρώπων, αποπειράται να εισβάλει στο κοινοβούλιο, τη στιγμή που μέσα σε αυτό κατοχυρώνονταν η παραπέρα οικονομική μας αφαίμαξη και η λεηλασία των ζωών μας. Χιλιάδες κόσμου επιτίθεται από διάφορα σημεία περιμετρικά της Βουλής στις διμοιρίες που βρίσκονται εκεί για να προστατέψουν τα αφεντικά τους. Το σύνθημα «να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή» δονεί επί ώρες την ατμόσφαιρα. Οι συγκρούσεις αναπτύσσονται από τις αρχές της Συγγρού μέχρι την πλατεία Ομονοίας. Άπειρα χημικά, αλλά οι διαδηλωτές παραμένουν εκεί. Με ή χωρίς κουκούλες, με ή χωρίς αντιασφυξιογόνες μάσκες, με ή χωρίς πέτρες, με ή χωρίς μολότοφ. Πάντα όμως με αποφασιστικότητα και οργή.
Θα μπορούσαμε σήμερα να χαμογελάμε, να αισιοδοξούμε με το ορμητικό ποτάμι κοινωνικής οργής και αμφισβήτησης που ξεχύθηκε στους δρόμους, όταν όλα τα κοινωνικά αντανακλαστικά μοιάζανε υπνωτισμένα, μουδιασμένα. Όμως ο θάνατος 3 ανθρώπων στην τράπεζα της Σταδίου σκιάζει καθετί, είναι ένα ασήκωτο βάρος στο στήθος.
Την ίδια στιγμή εξοργιστικό είναι το παιχνίδι που στήνεται πάνω στους 3 ανθρώπους από όλο το συρφετό των υπουργών, δημοσιογράφων, μεγαλοαφεντικών, που πουλάνε ευαισθησία, ανθρωπισμό, μιλάνε για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αυτοί που καθημερινά απαξιώνουν κάθε έννοια αξιοπρέπειας και ζωής στους υπηκόους τους, που οδηγούν στην εξαθλίωση, την αυτοκαταστροφή και το θάνατο τεράστια κοινωνικά κομμάτια. Όλοι αυτοί που χρησιμοποιούν τον αδιανόητο θάνατο των 3 συνανθρώπων μας, με μοναδικό σκοπό το να τραβήξουν τον κόσμο από τους δρόμους γιατί τους φοβήθηκαν πραγματικά, να γεμίσουν με ενοχές τους διαδηλωτές, να στοχοποιήσουν πολιτικούς-κοινωνικούς χώρους και να εγκληματοποιήσουν κοινωνικές πρακτικές αντίστασης, να οξύνουν την καταστολή και να σπείρουν τον κοινωνικό φόβο. Ένα τραγικό περιστατικό που χρησιμοποιείται για να πλήξει με τον χυδαιότερο τρόπο και με τη λογική της συλλογικής ευθύνης τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό-αντισυναινετικό χώρο.
Ξέρουμε καλά πως οι 3 εργαζόμενοι στην τράπεζα δεν ανήκουν στις «ευαισθησίες» των υπουργών, των Βγενόπουλων και των Πρετεντέρηδων. Οι 3 αδικοχαμένοι εργαζόμενοι είναι κομμάτι του δικού μας πόνου. Ξέρουμε επίσης καλά πως η κοινωνική σύγκρουση στους δρόμους, πάντα μιλούσε και μιλάει τη γλώσσα της αλληλεγγύης, της ευαισθησίας, των ανθρώπινων σχέσεων. Ότι οι αναρχικοί-αντιεξουσιαστές δε διαχώριζαν την πολιτική στόχευση και αποτελεσματικότητα μιας εμπρηστικής ενέργειας σε έναν καπιταλιστικό στόχο από τη φροντίδα να μην υπάρξουν μέσα σε αυτόν έγκλειστοι άνθρωποι. Επίσης, ακριβώς επειδή γνωρίζουμε πως τα αφεντικά (και πόσο μάλλον μεγαλοκαθάρματα τύπου Βγενόπουλου) αντιλαμβάνονται τους υπαλλήλους τους ως αναλώσιμο υλικό (άρα καμιά φροντίδα προστασίας τους και καμιά έξοδος κινδύνου πιθανά δεν θα υπάρχει στα «ευαγή» καταστήματα του), η επίγνωση αυτή λειτουργεί ως ένας ακόμη αποτρεπτικός λόγος για οποιαδήποτε επίθεση.
Αυτό που είναι εξοργιστικό τώρα είναι ότι δύο χέρια, αδιαφορώντας για το αν μέσα στο υποκατάστημα βρίσκονταν εργαζόμενοι, έβαλαν φωτιά. Δύο χέρια, που η λογική που τα κινούσε όχι μόνο διακρίνεται για την ηλιθιότητά της, αλλά και ευθύνεται για το κατασταλτικό σχέδιο το οποίο έθεσε σε εφαρμογή.
Το ατομικό Εγώ επιτίθεται στο συλλογικό Εμείς.Αυτό το Εγώ, που διογκώθηκε μέσα από μηδενιστικές αντιλήψεις κι από ένα στρεβλό «αίσθημα δικαίου», που αποτελεί γέννημα και κομμάτι του ίδιου του καπιταλισμού, συναντήθηκε με την αποπολιτικοποίηση, το καμποσιλίκι, την τσογλανιά και την αδιαφορία και οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια σε πράξεις που στρέφονται συνολικά ενάντια στην κοινωνία και τις αντιστάσεις της. Και Εμείς, είμαστε σήμερα, φτωχότεροι.Ακόμη κι αν το κίνημα άφησε, με τις πράξεις και τις παραλήψεις του, χώρο στις αντιλήψεις αυτές, φέρει τώρα την ευθύνη της συνολικής αντιμετώπισης και απομόνωσής τους. Αλλά, η ευθύνη δεν τελειώνει εδώ. Συνεχίζει. Υπάρχει απέναντι στην κοινωνική συγκυρία, στην κρισιμότητα της κατάστασης, απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς, σε ό,τι πρεσβεύουμε και προσπαθούμε να πραγματώσουμε και να δημιουργήσουμε.
Tα γεγονότα της 5ης Μάη, οι πολύωρες συγκρούσεις δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, οι όμορφες εικόνες των ξηλωμένων πεζοδρομίων, των οργισμένων βλεμμάτων και των χειρονομιών αλληλεγγύης, όσο κι αν προσπαθούν να απαξιωθούν από το συρφετό κοινωνικών παράσιτων με ακριβά κουστούμια, αυτά οφείλουν να παραμείνουν ζωντανά. Υποσχέσεις νέων κοινωνικών, αδιαμεσολάβητων, ακηδεμόνευτων συναντήσεων σύγκρουσης. Και η μοναδική απάντηση σε όλη αυτήν την απόπειρα μουδιάσματος των κοινωνικών αντανακλαστικών για να προωθηθούν τα αντικοινωνικά τους μέτρα με πρόσχημα την «οικονομική κρίση» είναι να συνεχίσουμε να είμαστε στους δρόμους. Με οργή. Και άλλη τόση αλληλεγγύη.
Ιός Κοινωνικής απελευθέρωσης
Ιός Κοινωνικής απελευθέρωσης